- πολύοσμος
- πολύοσμοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύοσμος — και πολύοδμος, ον, Α αυτός που αναδίδει πολλές οσμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οσμος (< ὀσμή / ὀδμή), πρβλ. κάκ οσμος] … Dictionary of Greek
πολύοσμον — πολύοσμος masc/fem acc sg πολύοσμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύοσμα — πολύοσμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύοσμοι — πολύοσμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυοσμία — η, ΝΑ [πολύοσμος] νεοελλ. το να αναδίδει κάτι πολλές, διαφορετικές οσμές αρχ. η έντονη οσμή … Dictionary of Greek
πολύοδμος — ον, Α βλ. πολύοσμος … Dictionary of Greek
όδμηνος — ὄδμηνος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύοσμος, εὔοσμος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. τής λ. ὀσμή + ηνος (πρβλ. άκμ ηνος: άκμα)] … Dictionary of Greek